- θηραρχία
- θηραρχία, ἡ (Α) [θήραρχος]1. η οδήγηση και επιστασία θηρίων, κυρίως ελεφάντων κατά τον πόλεμο2. το αξίωμα τού θηράρχου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θηραρχία — θηραρχίᾱ , θηραρχία commander of two elephants fem nom/voc/acc dual θηραρχίᾱ , θηραρχία commander of two elephants fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
THERARCHUS — Graece Θήραρχος, dicebatur olim, qui duobus elephantis in bello praeerat, unde Θηραρχία eius σύςημα. Sic Ζώαρχος, qui uni; Ε᾿πιθηράρχης, qui quatuor; Ι᾿λάρχης, qui octo; Ε᾿λεφαντάρχης, qui sedecim; et Κερατάρχης, qui triginta duobus, erat… … Hofmann J. Lexicon universale
θηρ(ο)- — (ΑΜ θηρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή έχει σχέση με τους θήρες, τα θηρία. ΣΥΝΘ. θηρόθυμος αρχ. θηραγρέτης, θηραγρία, θήραγρος, θηραρχία, θήραρχος, θηρεπωδός, θηρίβορος, θηροβολώ, θηροβόρος, θηρόβοτος,… … Dictionary of Greek